Η Αρθροσκόπηση είναι μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική που εφαρμόζεται στις αρθρώσεις του σώματος. Η επέμβαση αυτή περιλαμβάνει μικρές οπές σαν πύλες εισόδου, από τις οποίες εισάγεται το αρθροσκόπιο, ένα όργανο με αρκετούς μικροσκοπικούς φακούς που συνδέεται με οθόνη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα της εξέτασης της άρθρωσης με μεγάλη λεπτομέρεια. Από τις άλλες πύλες εισόδους εισάγονται αρθροσκοπικά εργαλεία οπότε η επέμβαση από διαγνωστική μπορεί να γίνει και θεραπευτική.
Οι ασθενείς μπορούν να επωφεληθούν από αυτή τη ¨key hole surgery¨ γιατί έτσι δημιουργούνται μικρότερες βλάβες των ιστών, μείωση του χρόνου αποκατάστασης, λιγότερες ουλές και λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, με σαφώς καλύτερη οπτική επαφή στο εσωτερικό της άρθρωσης
Η αρθροσκοπική χειρουργική στην άρθρωση του ισχίου εφαρμόζεται σαν διαγνωστική αρθροσκόπηση και λήξη βιοψίας, για αφαίρεση ελευθέρων σωμάτων (οστεοχονδρομάτωση), για παθήσεις του αρθρικού χόνδρου, για παθήσεις του επιχειλίου χόνδρου, για κροτούν ισχίο, για σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης, για ρήξεις των γλουτιαίων τενόντων κλπ.
Το Σύνδρομο Μηροκοτυλιαίας Πρόσκρουσης, γνωστό ως FAI ( Femoroacetabular Impingement) έκανε την εμφάνιση του την δεκαετία 1990- 2000, αλλά η πραγματική του μελέτη έγινε μετά το 2000 και κυρίως μετά το 2005 με την καθιέρωση της αρθροσκόπησης του ισχίου.
Στη περιγραφή του συνδρόμου οδήγησε η έρευνα της ανάπτυξης οστεοαρθρίτιδας και η αναγκαιότητα Ολικής αρθροπλαστική σε νέα άτομα κάτω των 40-45 χρονών. Στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τα άτομα αυτά παρουσίαζαν παραμόρφωση και προπέτεια στον αυχένα του μηριαίου οστού.
Στο Σύνδρομο Μηροκοτυλιαίας Πρόσκρουσης παρουσιάζεται παραμόρφωση (προπέτεια) στον αυχένα ή στη κοτύλη με αποτέλεσμα την πρόσκρουση της προπέτειας αυτής στην κοτύλη κατά τη διάρκεια της κάμψης του ισχίου.
Τα σύνδρομο παρουσιάζει τρείς τύπους:
1. Τον τύπο CAM όπου η παραμόρφωση εντοπίζεται στον αυχένα του μηριαίου. Εδώ εμφανίζεται παραμόρφωση προπέτειας, προεξοχής του αυχένα, (μή σφαιρική κεφαλή) πράγμα που προκαλεί πρόσκρουση στον αρθρικό χόνδρο της κοτύλης κατά την κάμψη του ισχίου. Η πρόσκρουση δημιουργεί αποκόλληση (delamination) του αρθρικού χόνδρου (cartilage), ενώ ο επιχείλιος χόνδρος (Labrum) παραμένει σε σχετικά καλή κατάσταση. Σε κατοπινό στάδιο επέρχεται η καταστροφή και του αρθρικού χόνδρου με αποτέλεσμα την προοδευτική στένωση του μεσαρθρίου διαστήματος και εγκατάσταση οστεαρθρίτιδας.
2. Τον τύπο PINCER όπου η παραμόρφωση βρίσκεται στη κοτύλη με υπερτροφία του οστού και με μεγαλύτερη επικάλυψη της κεφαλής. Πρόκειται συνήθως για retroverted acetabulum (κοτύλη στραμμένη προς τα πίσω) ή αρθροκατάδυση. Το αποτέλεσμα εδώ είναι η πρόσκρουση του αυχένα στον επιχείλιο χόνδρο κατά την κάμψη του ισχίου. Έτσι αρχικά επέρχεται αποκόλληση του επιχειλίου χόνδρου, λίγο αργότερα εκφύλιση και καταστροφή του επιχειλίου χόνδρου και αργότερα η καταστροφή του αρθρικού χόνδρου. Τελικό στάδιο και πάλι η στένωση του μεσαρθρίου διαστήματος και η εγκατάσταση οστεοαρθρίτιδας.
3. Τον μεικτό τύπο (Mixed –type) όπου εμφανίζονται και οι δύο αναφερόμενες παραμορφώσεις
Τα συμπτώματα είναι κυρίως πόνος στη βουβωνική περιοχή σε σχετικά νέους ασθενείς με αντανάκλαση του πόνου στο πρόσθιο μηρό. Ο πόνος εμφανίζεται συνήθως σε καθιστική θέση και σε στροφικές κινήσεις του ισχίου. Συχνά είναι αμφωτερόπλευρος.
Η διάγνωση τίθεται από το ιστορικό του ασθενή, τα κλινικά ευρήματα και τις απλές ακτινογραφίες. Η μαγνητική τομογραφία δεν είναι απαραίτητη για την διάγνωση, αλλά δίνει πληροφορίες για τυχόν συνοδές βλάβες επιχειλίου ή αρθρικού χονδρού.
Η θεραπεία έγκειται στην διόρθωση της παραμόρφωσης και αποκατάσταση της ελεύθερης κίνησης του ισχίου. Αυτή πρέπει να γίνεται σύντομα πριν την εγκατάσταση των βλαβών στον αρθρικό χόνδρο γιατί τότε η πορεία είναι μη αναστρέψιμη.
Αρχικά η διόρθωση γινόταν με ανοικτή επέμβαση με μικρή τομή και ¨χειρουργικό εξάρθρημα¨ της μηριαία κεφαλής.
Σήμερα κυρίως γίνεται αρθροσκοπικά . Εδώ γίνεται υπό έλξη έλεγχος του κεντρικού διαμερίσματος όπου ελέγχεται ο επιχείλιος και ο αρθρικός χόνδρος (αρθροσκόπηση κεντρικού διαμερίσματος). Αν διαπιστωθούν προβλήματα τότε εφαρμόζονται τεχνικές για αποκατάσταση των προβλημάτων, όπως πχ καθαρισμός ή συρραφή του επιχειλίου χόνδρου (Labrum), καθαρισμός κατεστραμμένου αρθρικού χόνδρου με ή χωρίς συνδυασμό τεχνικής μικροκαταγμάτων κλπ. Αν πρόκειται για Pincer –type πρόσκρουση, τότε γίνεται αποκόλληση του επιχειλίου χόνδρου, αφαίρεση οστού από την κοτύλη (πλαστική οστού) και κατόπιν καθήλωση του αποκολληθέντα επιχειλίου χόνδρου με οστικές άγκυρες. Αν περίκειται για Cam- type πρόσκρουση τότε χαλαρώνεται η έλξη, εισαγωγή στο περιφερικό διαμέρισμα και αφαίρεση της οστικής προπέτειας (πλαστική οστού). Στο τέλος της επέμβασης ελέγχεται διεγχειρητικά αν διορθώθηκε η πρόσκρουση.
Μετεγχειρητικά ο ασθενής βαδίζει με πατερίτσες για περίπου 2-4 εβδομάδες (πιθανώς και μέχρι 6 εβδομάδες σε περίπτωση συρραφής επιχειλίου χόνδρου). Η κίνηση αρχίζει άμεσα χωρίς εφαρμογή γύψου ή άλλων κηδεμόνων, Επιστροφή σε αθλητικές δραστηριότητες σε 3-4 μήνες.
Οι βλάβες του επιχειλίου χόνδρου είναι πολύ πιο συχνές από τις βλάβες του αρθρικού χόνδρου. Οι βλάβες αυτές μπορεί να είναι τραυματικής αιτιολογίας, όπως συμβαίνει συχνότερα σε νεότερους ασθενείς, αλλά μπορεί να είναι και εκφυλιστικής αιτιολογίας, όπως συμβαίνει σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Οι τραυματικές βλάβες προέρχονται συνήθως από στροφικούς τραυματισμούς και κυρίως σε τραυματισμούς σε αθλητικές δραστηριότητες.
Τα συμπτώματα από τέτοιες βλάβες είναι κυρίως ο πόνος σε συνδυασμό με κίνηση του ισχίου. Ενίοτε μπορεί να παρουσιασθεί και αίσθημα “μαγκώματος ” και “κλείδωμα ” της άρθρωσης.
Η διάγνωση τίθεται κυρίως με τη μαγνητική τομογραφία .Αλλά επιβεβαιώνεται με την αρθροσκόπηση του ισχίου.
Κατά τη διάρκεια της αρθροσκόπησης εφαρμόζεται και η θεραπεία των βλαβών αυτών.
Η θεραπεία βέβαια πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα μετά συμπτώματα και τις ανάγκες κάθε ασθενή. Αρχικά εφαρμόζεται συντηρητική θεραπεία υπό μορφή αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και φυσιοθεραπείας. Αν αυτή δεν αποδίδει τότε διενεργείται αρθροσκοπική θεραπεία. Διενεργείται ανάλογα της περίπτωσης αρθροσκοπικός καθαρισμός του φθαρμένου επιχειλίου χόνδρου, ή σταθεροποίηση με άγκυρες στη κοτύλη. Όσο αφορά τον αρθρικό χόνδρο τότε εφαρμόζεται αρθροσκοπικός καθαρισμός με πιθανώς επιπρόσθετα εφαρμογή της τεχνικής των μικροκαταγμάτων.
Η οστεοχονδρομάτωση είναι σπάνια πάθηση του αρθρικού υμένα που προσβάλλει όλες τις αρθρώσεις. Αρκετά συχνά εμφανίζεται στα ισχία και γόνατα. Πρόκειται για καλοήθη μεταπλασία των κυττάρων του αρθρικού υμένα σε χονδροκύτταρα που παράγουν χόνδρο. Έτσι λοιπόν έχουμε δημιουργία χόνδρινων ελευθέρων σωμάτων στην άρθρωση.Η θεραπεία είναι η αρθροσκοπική αφαίρεση τους.
Η δυσπλασία των ισχίων είναι πάθηση που περιλαμβάνει συνήθως και τα δύο ισχία. Τις περισσότερες φορές είναι εκ γενετής ανωμαλία που διαφεύγει και μένει χωρίς θεραπεία μέχρι την ενηλικίωση.
Πρόκειται συνήθως για αβαθή κοτύλη που δεν επικαλύπτει στο φυσιολογικό μέγεθος την μηριαία κεφαλή. Σπανιότερα μπορεί να πρόκειται για βλαισά ισχία.
Αυτά τα ισχία, ανάλογα βέβαια του βαθμού της πάθησης, παρουσιάζουν μη φυσιολογική φόρτιση της μηριαίας κεφαλής και έτσι αναπτύσσουν οστεοαρθρίτιδα σε νεαρή ηλικία.
Επιπλέον, συχνά, πριν την ανάπτυξη της οστεοαρθρίτιδας παρουσιάζουν άλγος στα ισχία, που λανθασμένα αποδίδεται σε σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης. Ο πόνος αυτός προέρχεται από βλάβη- ρήξη του επιχειλίου χόνδρου που σε τέτοιες περιπτώσεις είναι υπερτροφικός και τραυματίζεται πολύ πιο εύκολα και συχνά.
Η ριζική θεραπεία της πάθησης, ανάλογα του βαθμού, είναι διορθωτικές οστεοτομίες κοτύλης για επαναπροσανατολισμό για καλύτερη κάλυψη της κεφαλής του μηριαίου. Αυτές βέβαια πριν να γίνονται νωρίς πριν την εμφάνιση των εκφυλιστικών αλλοιώσεων.
Αργότερα διενεργούνται ολικές αρθροπλαστικές ισχίων
Η νόσος Perthes, ή Οστεοχονδρίτιδα του ισχίου είναι πάθηση που αφορά τα παιδιά. Εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά ηλικία ς 4- 8 ετών, περισσότερο συχνή στα αγόρια παρά στα κορίτσια, και ευτυχώς είναι αρκετά σπάνια.
Πρόκειται για τμηματική νέκρωση της μηριαίας κεφαλής που αργότερα επαναγγειώνεται. Η νόσος παρουσιάζει τρεις φάσης, τη φάση της ισχαιμίας και οστικής νέκρωσης, τη φάση της επαναγγείωσης και κερματισμού και τέλος τη φάση της παραμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης.
Ο κύκλος αυτός μπορεί να κρατήσει από 2- 4 χρόνια και σε αυτό το διάστημα παρουσιάζονται τα προβλήματα της παραμόρφωσης της μηριαίας κεφαλής.
Η διάγνωση τίθεται με ακτινογραφικό έλεγχο, ο οποίος όμως στα αρχικά στάδια μπορεί να είναι αρνητικός. Σε τέτοια περίπτωση διενεργείται μαγνητική Τομογραφία (MRI).
Σκοπός της θεραπεία κατά τη διάρκεια της πάθησης, είναι η όσο το δυνατό καλύτερη συγκράτηση της μηριαίας κεφαλής στη κοτύλη (επικέντρωση) για αποφυγή των παραμορφώσεων της κεφαλής και διατήρηση της σφαιρικότητας της. Μετά το πέρας της νόσου, αφού αυτή διένυσε την πορεία της διορθώνονται χειρουργικά οι προκληθέντες παραμορφώσεις. Συνήθως η κεφαλή χάνει τη σφαιρικότητα της και φαίνεται σαν μανιτάρι.
Η επιφυσιολίσθηση της μηριαίας κεφαλής είναι πάθηση που εμφανίζεται πιο συχνά σε αγόρια ηλικίας 14- 16 ετών και σε κορίτσια 12-14 ετών. Πρόκειται για διαχωρισμό της επιφυσιακής πλακάς με μετατόπιση του αυχένα του μηριαίου προς τα πάνω και έξω, με αποτέλεσμα η μηριαία κεφαλή ν φαίνεται μετατοπισμένη προς τα κάτω και έσω.
Αιτιολογικά ενοχοποιούνται ορμονικές διαταραχές με αποτέλεσμα την αδυναμία της σύνδεσης στη εν λόγο περιοχή. Στο 30% των περιπτώσεων αναφέρεται σαφές τραυματισμός (οξεία ολίσθηση) ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις αναφέρονται πολλαπλοί μικροτραυματισμοί, που οδηγούν σε προοδευτική ολίσθηση.
Η διάγνωση τίθεται με την ακτινογραφία σε προσθιοπίσθια και πλάγια προβολή.
Η θεραπεία είναι χειρουργική και σκοπό έχει την διατήρηση της αιμάτωσης της μηριαίας κεφαλής, τη σταθεροποίηση της κεφαλής με διαυχενικές βίδες, και εάν είναι δυνατό την διόρθωση της παραμόρφωσης.
Στο 20 % των περιπτώσεων η πάθηση εμφανίζεται και στο άλλο ισχίο, οπότε πάντοτε πρέπει να γίνεται έλεγχος και στο άλλο ισχίο στους πάσχοντες.
Επιπλοκές της θεραπείας είναι η νέκρωση της κεφαλής ένεκα διαταραχής της αιμάτωσης, η χονδρόλυση της αρθρικής επιφάνειας και η εμφάνιση ραιβού ισχίου αν δεν γίνει διόρθωση παραμόρφωσης.
Η παροδική Οστεοπόρωση είναι μια πάθηση που εμφανίζεται ως επί το πλείστο στο ισχίο. Οι ασθενείς, πιο συχνά γυναίκες, συχνα στο τελευταίο τρίμηνο τηε εγκυμωσύνης, αναφέρουν πόνο στη περιοχή του ισχίου.
Οι απλές ακτινογραφίες στα αρχικά στάδια είναι φυσιολογικές αλλά το σπινθηρογράφημα οστών δείχνει αυξημένη καθίζηση στη κεφαλή, στον αυχένα και στη κοτύλη. Η μαγνητική τομογραφία δείχνει εκτεταμένο οστικό οίδημα (bone marrow edema ) στη κεφαλή και στον αυχένα. (Διαφορική Διάγνωση απο την οστεονέκρωση μηριαίας κεφαλής). Αργότερα και οι απλές ακτινογραφίες δείχνουν τοπική οστεοπόρωση.
Η πάθηση, αφού διανύσει το κύκλο της σε χρονική περίοδο 6- 9 μήνες, αυτοϊάται. Ο πόνος σιγά σιγά φεύγει και οι ακτινογραφίες επανέρχονται στο φυσιολογικό.
Η θεραπεία είναι συμπτωματική, με μερική φόρτιση και αναλγησία. Σπανιότερα δε, για θεραπεία του πόνου διενεργείται χειρουργική διάνοιξη οστικού καναλιού.
Η οστεοαρθρίτιδα του ισχίου είναι μια από τις πλέον συχνές εκφυλιστικές αρθρίτιδες των αρθρώσεων του σώματος. Στη πρωτοπαθή οστεοαρθρίτιδα επέρχεται καταστροφή του αρθρικού χόνδρου της άρθρωσης με αποτέλεσμα την εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας. Στη δευτεροπαθή οστεοαρθρίτιδα η καταστροφή της άρθρωσης επέρχεται ένεκα άλλων καταστάσεων, όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα , παλαιό κάταγμα, οστεονέκρωση μηριαίας κεφαλής κλπ.
Τα συμπτώματα της Οστεοαρθρίτιδας είναι ο πόνος στη περιοχή του ισχίου, που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου και είναι πιο οξύς με την φόρτιση δηλ το περπάτημα.
Η διάγνωση είναι σχετικά εύκολη, αφού τίθεται με την απλή ακτινογραφία Ισχίου. Η ακτινογραφία αρχικά παρουσιάζει στένωση του μεσαρθρίου διαστήματος, και αργότερα σχηματισμό οστικών κύστεων και οστεοφύτων.
Η θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας στα αρχικά στάδια είναι συντηρητική. Αρχικά συστήνεται αποφυγή καταπονήσεων και ελάττωση του σωματικού βάρους. Επιπρόσθετα η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη αγωγή, φάρμακα που περιέχου γλυκοζαμίνες, χονδροϊτίνες, κολλαγόνο κλπ. Επίπλέον μπορεί να εφαρμοστεί και φυσιοθεραπεία, για αντιμετώπιση του πόνου και επίσης για διατήρηση των κινήσεων του ισχίου. Επιπρόσθετα μπορεί να γίνου εκχύσεις στεροειδών ή υαλουρονικού οξέως στην άρθρωση του ισχίου.
Όταν η συντηρητική αγωγή δεν αποδίδει, τελευταία εφαρμόζεται η αρθροσκοπική θεραπεία, που σκοπό έχει την ανακούφιση των συμπτωμάτων και να κερδηθεί χρόνος. Αυτή η μέθοδος βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα και σίγουρα δεν αποτελεί οριστική λύση στο πρόβλημα.
Σε προχωρημένα στάδια η βασική χειρουργική θεραπεία είναι η Ολική Αρθροπλαστική Ισχίου (ΟΑΙ). Οι οστεοτομίες δεν γίνονται πια τόσο συχνά όσο τα προηγούμενα χρόνια.
Έτσι λοιπόν, η κατά βάση ριζική θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας είναι η ΟΑΙ. Σ’ αυτή γίνεται αντικατάσταση της κατεστραμμένης κεφαλής και της κατεστραμμένης κοτύλης με μηριαία και κοτυλιαία πρόσθεση από εξελιγμένα υλικά που παρέχουν βιωσιμότητα 15- 20 χρόνια σε ποσοστό πέραν του 80%-90%. Στη ΟΑΙ υπάρχουν δύο τρόποι στήριξης των προσθέσεων, η χρήση βιολογικού τσιμέντου και η στήριξη κατόπιν ανάπτυξης οστού στους πόρους του υλικού (Bone ingrowth). Και οι δύο μέθοδοί έχουν τα δικά τους πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όμως και οι δύο έχουν άριστα αποτελέσματα.
Σήμερα γίνεται αρκετός λόγος γύρω από το θέμα τριβής των υλικών, Τριβολογία (Tribology) και αρκετή συζήτηση ως προς τα προϊόντα τριβής, που είναι ένας βασικός λόγος χαλάρωσης – αποτυχίας της επέμβασης. Γενικά ομιλούντες, οι πολύ υποσχόμενες στο παρελθόν αρθροπλαστικές επιφανείας metal on metal, έχουν πλέον περιέλθει σε πολύ δυσμενή θέση ένεκα της υψηλής παρουσίας προϊόντων αποδέσμευσης μετάλλου. Τα καλύτερα αποτελέσματα ως προς την τριβολογία παρουσιάζουν οι επιφάνειες ceramic on ceramic, δηλ κεφαλή και κοτύλη από ceramic.
Βέβαια οι επεμβάσεις αυτές έχουν και επιπλοκές, που ευτυχώς είναι πολύ σπάνιες. Αυτές είναι η μόλυνση, η άσηπτη χαλάρωση των υλικών και το εξάρθημα ένεκα μη ικανοποιητικού προσανατολισμού.
Αυτές οι επιπλοκές αντιμετωπίζονται με αναθεώρηση των αρθροπλαστκών, δηλ με την αφαίρεση των υλικών και τοποθέτηση νέων προσθέσεων.
Η μετεγχειρητική πορεία αποτελείται από βάδιση με μερική φόρτιση αμέσως με την βοήθεια περιπατητή τύπου “Π”, ανάλογα ηλικίας ασθενούς και τύπου πρόσθεσης. Ακολούθως περισσότερη φόρτιση , έτσι ώστε ο ασθενής βαδίζει με την βοήθεια μπαστουνιού σε περίοδο 4- 6 εβδομάδων. Σε περίοδο 2- 3 μηνών ο ασθενής βαδίζει χωρίς βοήθεια.
Τα Κατάγματα στη περιοχή του ισχίου αποτελούν τα πιο συχνά κατάγματα σε ηλικιωμένους ασθενείς και αποτελούν επίσης τα συχνότερα οστεοπορωτικά κατάγματα. Αυτά τα κατάγματα εμφανίζονται και σε νεότερους ασθενείς μετά από άσκηση βίαιου τραυματισμού – κατάγματα υψηλής εντάσεως- όπως τα τροχαία ατυχήματα.
Τα κατάγματα στη περιοχή του ισχίου χωρίζονται βασικά σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Στα ενδοαρθρικά κατάγματα, τα οποία χωρίζονται σε υποκεφαλικά, διαυχενικά και βασεοαυχενικά κατάγματα.
Στα εξωαρθρικά κατάγματα, τα οποία είναι τα κατάγματα στην περιοχή του τροχαντήρα, τα λεγόμενα περιτροχαντήρια ή διατροχαντήρια κατάγματα.
Η βασική διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ενδοαρθρικών και εξωαρθρικών καταγμάτων, ως προς τη πρόγνωση, είναι ότι τα εξωαρθρικά κατάγματα παρουσιάζουν καλύτερη πρόγνωση. Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι τα ενδοαρθρικά κατάγματα έχουν αφενός μεν βραδύτερο ρυθμό πώρωσης ένεκα της ύπαρξης ενδοαρθρικού υγρού στην περιοχή του κατάγματος, και αφετέρου, σε αυτά τα κατάγματα υπάρχει τραυματισμός και διατομή των αγγείων, καθώς επίσης και πίεση των αγγείων (ένεκα της ύπαρξης αιμάρθρου στη άρθρωση του ισχίου) που αιματώνουν την κεφαλή, οπότε αυτά παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό οστεονέκρωσης μετατραυματικά. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 15- 20 % ανάλογα και του βαθμού παρεκτόπισης .
Τα ενδοαρθρικά κατάγματα (υποκεφαλικά κατάγματα) έχουν αυξημένο ποσοστό επιπλοκών (καθυστερημένη πώρωση, μη-πώρωση, ψευδάρθρωση) και επιπλέον την εμφάνιση της μετατραυματικής οστεονέκρωσης.
Έτσι λοιπόν προτιμάται η χειρουργική θεραπεία. Επίσης ακόμα ένας λόγος για τη διενέργεια χειρουργικής θεραπείας είναι η γρήγορη κινητοποίηση του ασθενή προς αποφυγή των γνωστών προβλημάτων του κλινοστατισμού κυρίως σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας και όχι μόνο.
Σε νέα άτομα γίνεται προσπάθεια διατήρηση της μηριαίας κεφαλής με οστεοσύνθεση. Συνήθως χρησιμοποιούνται αυλοφόρες βίδες, ή ολισθαίνων ήλος με μία επιπρόσθετη βίδα. Ο χρόνος διενέργειας της επέμβασης είναι πολύ βασικός παράγοντας για την έκβαση της θεραπείας και αποφυγή της μελλοντικής οστεονέκρωσης.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς η θεραπεία έγκειται στη γρήγορη κινητοποίηση του ασθενή και στη αποφυγή μελλοντικών προβλημάτων. Οπότε αντικαθίσταται η μηριαία κεφαλή και διενεργείται είτε Ημιαρθροπλαστική (πρόσθεση μηριαίας κεφαλής μόνο) είτε Ολική Αρθροπλαστική αντικατάσταση της άρθρωσης ( πρόσθεση μηριαίας κεφαλής και αντικατάσταση της κοτύλης).
Τα εξωαρθρικά κατάγματα (διατροχαντήρια / υποτροχαντήρια κατάγματα) αντιμετωπίζονται και αυτά κυρίως χειρουργικά. Ο στόχος και εδώ είναι η άμεση κινητοποίηση του ασθενή. Γίνεται οστεοσύνθεση με πλακά και ολισθαίνοντα ήλο ή ενδομυελικό ήλο κλπ.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα κατάγματα αυτά στην περιοχή του ισχίου σε ηλικιωμένους ασθενείς είναι ένας σοβαρός τραυματισμός με αρκετά μεγάλο ποσοστό μετεγχειρητικών επιπλοκών και αυξημένο ποσοστό θνησιμότητας.
Η μετεγχειρητική πορεία μετά από τέτοιες επεμβάσεις αποτελείται από τη χρήση βοηθήματος περιπατητή τύπου “Π” για περίπου 4- 8 εβδομάδες. Αυτό εξαρτάται από τον τύπο της επέμβασης (οστεοσύνθεση ή αντικατάσταση μηριαίας κεφαλής), από την σταθερότητα της επέμβασης και επίσης από τον ίδιο τον ασθενή. Ακολούθως ο ασθενής βαδίζει με την βοήθεια μπαστουνιού και επανέρχεται στις καθημερινές ανάγκες και ασχολίες σε περίπου 3- 4 ή και 5 μήνες.
created with
Joomla Page Builder .